στομαχόπονο

στομαχόπονο
το , στομαχόπονος ο боль в желудке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στομαχόπονο" в других словарях:

  • καρδιαλγικός — ή, ό (Α καρδιαλγικός, ή, όν [καρδιαλγία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιαλγία 2. αυτός που πάσχει από καρδιαλγία αρχ. αυτός που πάσχει από στομαχόπονο, ο στομαχικός …   Dictionary of Greek

  • καρδιαλγώ — καρδιαλγῶ, έω (Α) [καρδιαλγής] υποφέρω από πύρωση τού στομάχου, από στομαχόπονο …   Dictionary of Greek

  • στομαχόπονος — ο, και στομαχόπονο, το, Ν πόνος στο στομάχι …   Dictionary of Greek

  • γιατρικό — το το φάρμακο: Του έδωσε ένα γιατρικό για το στομαχόπονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ρύζι το οποίο έγινε σαν χυλός από το πολύ βράσιμο: Ο λαπάς κάνει καλό στο στομαχόπονο. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, νωχελικός: Παντρεύτηκε έναν άντρα λαπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»